Η νύχτα των εμπρηστικών βομβών της Γερμανικής Λουφτβάφε (Deutsche Luftwaffe).
Η Κέρκυρα στις φλόγες
Τα χρόνια της αντίστασης: Honoris Causa για τον Σπύρο Καλούδη, Βουλευτή και Υπουργό, που τίμησε και τιμά την Κέρκυρα με τη μεγίστη προσφορά στον τόπο.
Το παρόν κείμενο αποτελεί ομιλία του Σπύρου Καλούδη, καταξιωμένου στη συνείδηση όλων των Κερκυραίων, Βουλευτή εξ Αργυράδων για πολλά χρόνια και Υπουργού κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, την οποία έκανε ο ίδιος στο Δημοτικό Θέατρο σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο τότε Δήμαρχος Κερκυραίων Χρύσανθος Σαρλής, στις 13 Σεπτεμβρίου 1993, με αφορμή τα 50 χρόνια από τον τραγικό βομβαρδισμό της Κέρκυρας με εμπρηστικές βόμβες των γερμανικών αεροπλάνων. Το δημοσιεύω από το χειρόγραφο το οποίο είχα την τιμή να μου παραδώσει ο ίδιος ο Σπύρος Καλούδης εκτιμώντας ότι αποτελεί πολύτιμη συνεισφορά του ιδίου στην ιστορική μας μνήμη.
50 χρόνια από το τραγικό εκείνο βράδυ
«… Συμπληρώνονται εφέτος 50 ακριβώς χρόνια από το Σεπτέμβρη 1943, μήνα ιστορικών πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και επίσης σημαντικών γεγονότων για την Ελλάδα και τραγικών για τη Κέρκυρα.
Το κορυφαίο γεγονός της εποχής εκείνης υπήρξε η συνθηκολόγηση άνευ όρων στους συμμάχους της Ιταλίας, με άμεσο αποτέλεσμα την αποχώρησή της από το τριμερές σύμφωνο του Άξονα, το οποίο είχε συγκροτήσει μαζί με τη Γερμανία και την Ιαπωνία, και τη προσχώρησή της στο συμμαχικό στρατόπεδο.
Αυτή τη στροφή της Ιταλίας, η Γερμανία τη χαρακτήρισε ως προδοσία και απαίτησε τη παράδοση των Ιταλικών ενόπλων δυνάμεων και των εδαφών που είχαν υπό τη διοίκησή τους όχι μόνο στις κατεχόμενες χώρες, αλλά και στην ίδια την Ιταλία.
Η Γερμανική απαίτηση για παράδοση, κατά κανόνα, έγινε δεκτή από τις Ιταλικές δυνάμεις, γιατί ούτε το ηθικό φρόνημα για αντίσταση είχαν, ούτε είχαν εκπονηθεί σοβαρά στρατιωτικά σχέδια προς απόκρουση των Γερμανών.
Οι Ιταλικές όμως δυνάμεις που ήταν στην Επτάνησο απέρριψαν τη Γερμανική απαίτηση. Αρνήθηκαν τη παράδοσή τους και τη παραχώρηση των νησιών στους Γερμανούς και μολονότι το αντίθετο επεδίωξαν οι σκληροί θιασώτες του φασισμού, αποφάσισαν την αντίσταση.
Αυτή ακριβώς η απόφαση τους οδήγησε στο βομβαρδισμό της Κέρκυρας στις 13-14 Σεπτέμβρη 1943 στην απόβαση των Γερμανών στις 24 όπως επίσης και στις φονικές συγκρούσεις Γερμανών και Ιταλών στη Κεφαλονιά, όπου μετά την επικράτηση των Γερμανών χιλιάδες Ιταλοί αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν στο Κατίν του Ιονίου.
Η «βαλπουργία» νύκτα του βομβαρδισμού
Ο βομβαρδισμός που υπέστη η Κέρκυρα τη νύκτα της 13 προς 14 Σεπτέμβρη 1943 από τη Γερμανική αεροπορία, τη Λουτβάφε, δεν ήταν ο μοναδικός κατά τη μέχρι τότε διάρκεια του πολέμου. Είχε δεχτεί το 1940 και 1941 σφοδρούς βομβαρδισμούς από την Ιταλική αεροπορία.

Ήταν βέβαια κι οι Ιταλικοί βομβαρδισμοί καταστροφικοί και είχαν προκαλέσει πανελλήνια συγκίνηση και αγανάκτηση. Μάλιστα το Νοέμβρη 1940, ο Μεταξάς σε μήνυμά του προς τους Κερκυραίους εξέφρασε το θαυμασμό του για τη καρτερικότητά τους και μεταξύ άλλων έλεγε:
«Ο εχθρός εσκόρπισε τον σίδηρον και έκαυσε και εφόνευσε και κατέστρεψε, ικανοποιών ούτως ένα βαθύ αίσθημα μίσους που τρέφει ανέκαθεν εναντίον του κερκυραϊκού λαού, εκδικούμενος προφανώς τα παμπάλαια αντιιταλικά αισθήματα των Κερκυραίων δια κάθε τι το ιταλικόν».
Ο βομβαρδισμός όμως της Λουτβάφε, ήταν ασύγκριτα καταστροφικότερος και τραγικότερος γιατί κράτησε σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο και γιατί οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν εμπρηστικές και εκρηκτικές βόμβες, μολονότι η χρήση τους απαγορευόταν, όπως και απαγορεύεται από το δίκαιο του πολέμου.
Τη νύκτα εκείνη, τη βαλπουργία νύκτα, όπως την είπε ο Κώστας Δαφνής, οι τότε Κερκυραίοι τη βίωσαν ως τη φρίκη της κόλασης.

Τα μηχανοκίνητα γεράκια της Λουτβάφε έκαυσαν και ερείπωσαν τη πόλη. Κατάστρεψαν απλές ανθρώπινες εστίες, κτίρια που ήταν αρχιτεκτονικά κοσμήματα και πνευματικά ιδρύματα μεγάλης ακτινοβολίας.
Σφράγισε επίσης η νύκτα εκείνη τη ψυχή των Κερκυραίων. Δεν άφησε όμως μόνο μνήμες οδύνης, αλλά και χαλύβδωσε το φρόνημα ενός λαού, που ούτε μια στιγμή -πλην ελαχίστων γιατί η κάθε κατοχή γεννά και τους δοσίλογούς της- δεν πίστεψε στη νίκη του άξονα και δεν παράδωσε τη ψυχή του στο φασισμό. Γι’ αυτό και η σημερινή εκδήλωση του Δήμου μας, δεν είναι μόνο οδυνηρή μνήμη για τη καταστροφή της πόλης μας, αλλά και έκφραση τιμής στο λαό της Κέρκυρας και στους αγώνες του που κράτησαν το νησί μας απόρθητη έπαλξη του ελληνισμού.

Αναδρομή στα γεγονότα του πολέμου
Και επειδή τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Κέρκυρα το Σεπτέμβρη 1943 είναι γεγονότα του μεγάλου πολέμου συνδεόμενα στενά με τις γενικότερες εξελίξεις του, είναι ανάγκη για τη καλύτερη γνώση τους και την ουσιαστικότερη κατανόηση και αξιολόγησή τους, η ιστορική αναδρομή στο γενικότερο πολιτικοστρατιωτικό σκηνικό της εποχής.
Το 1943 -Κυρίες και Κύριοι- ήταν ο 4ος χρόνος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου που είχε αρχίσει στις 3 Σεπτέμβρη 1939, μετά την επίθεση της Γερμανίας κατά της Πολωνίας.
Το ένα στρατόπεδο των εμπόλεμων το συγκροτούσαν η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία και στο άλλο οι κυριότερες χώρες ήταν η Αγγλία και η κοινοπολιτεία, η Γαλλία, η Κίνα, η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία.
Στο στρατόπεδο αυτό προσχώρησαν τον Ιούνιο 1941 η ΕΣΣΔ, μετά τη καταγγελία εκ μέρους της Γερμανίας του συμφώνου Ρίμπετροπ – Μολότωφ που είχε υπογραφεί στις 28 Αυγούστου 1939 και τη Γερμανική εισβολή. Επίσης το Νοέμβρη 1941 προσχώρησαν οι Η.Π.Α., μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ-Χάρμπορ εναντίο του εκεί ναυλοχούντος Αμερικανικού στόλου.
Ο πόλεμος αυτός που δυστυχώς δεν είναι ο τελευταίος στην ιστορία των ανθρώπων, άρχισε με συντριπτική ισχύ του άξονα και μεγάλες επιτυχίες του.
Η σβάστικα είχε υψωθεί σε όλη την Ηπειρωτική Ευρώπη και κυμάτιζε το μύθο της υπεροχής και την ιμπεριαλιστική ναζιστική χίμαιρα για το Γ΄ Ράιχ των χιλίων ετών.
Η εξέλιξη όμως του πολέμου δεν συνεχίσθηκε νικηφόρα υπέρ του άξονα.
Το καλοκαίρι του 1940 η Γερμανία χάνει τη μάχη της Αγγλίας από τη RAF, για την οποία ο λόγος του Τσώρτσιλ «ότι ουδέποτε άλλοτε στην ιστορία των ανθρώπινων συγκρούσεων, τόσοι πολλοί, οφείλουν τόσα πολλά σε τόσους ολίγους» αποτελεί τον «αγήρω» έπαινο.
Επίσης παρά τη προέλασή της στη Σοβιετική Ένωση, δεν καταβάλει τις Σοβιετικές Δυνάμεις, δεν κυριεύει τη Μόσχα και το Λένιγκραντ. Αντίθετα υφίσταται τρομερές απώλειες και το Φλεβάρη 1943 υπέστη τη πανωλεθρία του Στάλιγκραντ που η σημασία της έγινε θρύλος του αντιφασιστικού αγώνα και δέχεται τις μεγάλες αντεπιθέσεις του Σοβιετικού στρατού.
Το Μάη 1943 ετελείωσαν νικηφόρα για τους συμμάχους οι επιχειρήσεις στη Βόρειο Αφρική.
Την άνοιξη επίσης του 1943 οι σύμμαχοι κέρδισαν ουσιαστικά τη μάχη του Ατλαντικού δηλ. τον ανθυποβρυχιακό αγώνα εναντίον των Γερμανών και επέβαλαν τη κυριαρχία τους στη Μεσόγειο, όπου η γραμμή Γιβραλτάρ Αλεξάνδρειας ήταν ζωτικής σημασίας.
Στον Ειρηνικό επίσης τα σκληρά κτυπήματα των Αμερικάνων εναντίον των Ιαπώνων αλλάζουν το ρου των γεγονότων.
Τις μεγάλες αυτές ήττες του άξονα, συνοδεύουν οι συνεχείς βομβαρδισμοί της Γερμανίας και της Ιταλίας με αποτέλεσμα την εξάρθρωση της οικονομικής ζωής, των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, της πολεμικής βιομηχανίας και τη ψυχολογική διάβρωση του εσωτερικού μετώπου, ιδίως του Ιταλικού λαού.
Η τροπή αυτή του πολέμου εδημιούργησε άμεσο κίνδυνο ολοκληρωτικής συντριβής της Ιταλίας, ιδίως μετά την επιτυχή απόβαση των συμμάχων στις 10 Ιουλίου 1943 στη Σικελία.
Αρκετοί Ιταλοί βέβαια είχαν από πολύ πριν συνειδητοποιήσει το τυχοδιωκτικό ιμπεριαλισμό του Μουσολίνι και τη τραγική κατάληξη της προσχώρησης της Ιταλίας στον άξονα.
Οι απόψεις αυτές είχαν γίνει γνωστές και στο Μουσολίνι, ο οποίος ήταν ο εγγυητής της Ιταλογερμανικής συμμαχίας.
Η ανατροπή του Μουσολίνι
Μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη του πολέμου, μια ομάδα Ιταλών πολιτικών και στρατιωτικών με τη συμμετοχή και του Βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ, σχεδίασε την ανατροπή του Μουσολίνι και την αλλαγή πολεμικού στρατοπέδου.
Η ανατροπή του έγινε στις 25 Ιουλίου 1943 ύστερα από συνεδρίαση του μεγάλου φασιστικού Συμβουλίου.
Μετά την ανατροπή του Μουσολίνι σχηματίσθηκε κυβέρνηση Μπαντόλιο, η οποία διέταξε τη σύλληψη του πρώην δικτάτορα και εδήλωσε ότι ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει το πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας.
Παρά τη δήλωση αυτή που ήταν σκόπιμη για να παραπλανήσει τους Γερμανούς, η νέα κυβέρνηση προσανατολίζεται στην ανακωχή και η ανακωχή έγινε πιο αναγκαία, αναπότρεπτη για την Ιταλία, μετά την απόβαση των συμμάχων στη Νότιο Ιταλία. Οι πρώτες επαφές μεταξύ Ιταλών και συμμάχων άρχισαν στη Λισσαβώνα και η πρώτη συμφωνία τους υπογράφηκε σ’ ένα δάσος από ελιές έξω από τις Συρακούσες και η ανακοίνωση έγινε στις 8 Σεπτέμβρη από τον Αϊζενχάουερ και το Μπαντόλιο.
Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας ήταν πολύ θετικό γεγονός για τους συμμάχους, αλλά εδημιούργησε νέα οξύτατα προβλήματα, και έκανε ιδιαίτερα τραγική την κατάσταση στις εκτός Ιταλίας στρατιωτικές δυνάμεις που υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Μόνο στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο οι Ιταλοί έχασαν 40.000 άνδρες εκτός εκείνων που χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι διαταγές της νέας Ιταλικής Κυβέρνησης ήσαν βέβαια σαφείς· κατάπαυση των εχθροπραξιών εναντίον των Αγγλοαμερικάνων και αντίσταση «εναντίον οιασδήποτε επιθέσεως οθενδήποτε προερχομένης».
Αλλά κανένα σοβαρό σχέδιο δεν είχε ετοιμασθεί και καμία αξιόλογη αντίσταση δεν προέβαλλαν οι Ιταλοί εναντίο των Γερμανών. Οι Ιταλικές δυνάμεις χωρίς ηθικό παραδόθηκαν στους Γερμανούς και υπέστησαν την εκδικητική κακουργία των πρώην συμμάχων τους.
Η μόνη στρατιωτική ιταλική δύναμη που δεν παραδόθηκε στους Γερμανούς ήταν η μεραρχία Περόλο, με έδρα τη Λάρισα που παραδόθηκε στον ΕΛΑΣ.
Η στάση των Ιταλών στα Επτάνησα
Ποια όμως ήταν η στάση των Ιταλών στα Επτάνησα και ιδίως στη Κέρκυρα μετά τη συνθηκολόγηση;
Πώς ιδιαίτερα εξελίχθηκαν τα γεγονότα με κατάληξη την Ιταλογερμανική σύρραξη, τους φοβερούς βομβαρδισμούς και την εξολόθρευση χιλιάδων Ιταλών στρατιωτών;
Οι Ιταλικές δυνάμεις που στάθμευαν στα Επτάνησα ήταν η Μεραρχία Acqui με έδρα τη Κεφαλονιά, η οποία είχε δύναμη περί τους 9.500 άνδρες -σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει ο καθηγητής Σπύρος Λουκάτος- και 4.500 άνδρες στη Κέρκυρα που υπαγόταν όμως στο 26ο σώμα του Ιταλικού στρατού που έδρευε στα Γιάννενα.
Στη δύναμη αυτή προστέθηκαν και οι ενισχύσεις που ήλθαν από την Αλβανία μετά τις 9 Σεπτέμβρη 1943.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Ιταλοί στρατιώτες που ήταν αντιφασίστες, τάχθηκαν με τη Κυβέρνηση Μπαντόλιο και αρνήθηκαν να μεταβιβάσουν τη διοίκηση των νησιών στους Γερμανούς και να παραδοθούν σ’ αυτούς.
Υπήρξαν όμως και φιλογερμανικές απόψεις με εκφραστές τους αμετανόητους νοσταλγούς του φασιστικού παρελθόντος, που προσπάθησαν και στη Κεφαλονιά και στη Κέρκυρα να επιβάλουν τη παράδοση. Κυριότερος εκφραστής τους ήταν στη Κέρκυρα ο Παρίνι, πολιτικός Διοικητής της Επτανήσου επί Ιταλικής κατοχής.
Παρά την επικράτηση όμως των αντιγερμανικών απόψεων η αντίσταση των Ιταλών στους Γερμανούς υπήρξε όχι σοβαρή και ατελέσφορη. Η μη παράδοση όμως των Ιταλικών δυνάμεων στους Γερμανούς δεν οφείλεται μόνο στο αντιφασιστικό φρόνημα της πλειοψηφίας αλλά και στους ιδιαίτερους λόγους τους απορρέοντες από το ειδικό καθεστώς που είχαν επιβάλει οι Ιταλοί στην Επτάνησο και στην [πεποίθηση] τους, ότι ήταν δυνατόν να υπερασπισθούν τα νησιά και να χρησιμοποιήσουν το γεγονός αυτό στις μεταπολεμικές ρυθμίσεις.
Με το ιδιαίτερο δε καθεστώς απέβλεπαν στην αποκοπή των νησιών από τον εθνικό κορμό , στον εξιταλισμό του λαού και την ενσωμάτωση στην Ιταλία.
Η Επτάνησος ήταν στα χρόνια της Ιταλικής κατοχής μια διοικητική περιφέρεια με έδρα τη Κέρκυρα και επικεφαλής το πολιτικό Διοικητή των Ιονίων νήσων. Τη θέση αυτή από την αρχή μέχρι την αντικατάστασή του και την αναχώρησή τους στις ………… κράτησε ο Pierro Parini, στέλεχος του φασιστικού κόμματος, εξουσιοδοτημένος από τον ίδιο τον Μουσολίνι με ευρύτατες διοικητικές και νομοθετικές αρμοδιότητες.
Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του ο Παρίνι συγκρότησε το Γραφείο πολιτικών υποθέσεων με 8 τμήματα μεταξύ των οποίων ήταν το οικονομικό, της εκπαίδευσης, του τουρισμού, τύπου και προπαγάνδας.
Όλες δε οι αποφάσεις του δημοσιεύονταν σε ειδικό Δελτίο, το οποίο είχε τη θέση Φ.Ε.Κ., φύλου εφημερίδας Κυβερνήσεως.
Προς επιτυχία του σκοπού τους απομάκρυναν από τη Διοίκηση πολλούς υπαλλήλους. Όρισαν Νομάρχες και Δημάρχους της επιλογής τους μεταξύ των οποίων και ο Καποδίστριας απόγονος του πρώτου Κυβερνήτη που αποδείχτηκε «αχθοφόρος μεγάλου ονόματος». Στο γεγονός αυτό οι Κερκυραίοι απάντησαν τοποθετώντας πένθιμο περιβραχιόνιο στο άγαλμα του Κυβερνήτη. Κυκλοφόρησαν δικά τους γραμματόσημα. Απαγόρευσαν την έκδοση τραπεζικών επιταγών πληρωτέων σε τράπεζες της Αθήνας και καθιέρωσαν ξεχωριστό νόμισμα, την Ιονική δραχμή. Αστυνόμευσαν ασφυκτικά την οικονομική ζωή, εδήμευσαν ουσιαστικά την αγροτική παραγωγή και για να ελέγχουν τις εμπορικές συναλλαγές των νησιών με τον έξω κόσμο, ίδρυσαν την A.C.I., η οποία είχε έδρα τη Ρώμη και στην οποία ανάθεσαν αποκλειστικά το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο.
Ιδιαίτερη προσπάθεια κατέβαλαν για τον εξιταλισμό της εκπαίδευσης και η προπαγάνδα τους έφτασε στη γελοιότητα να αναπτύξει φυλετική θεωρία.
Η Αντίσταση στην Κέρκυρα
Στους σκοπούς αυτούς, η αντίσταση των Κερκυραίων ήταν καθημερινή πράξη.
Οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι εκτοπίσεις, όπως των καθηγητών και της ομάδας των Κερκυραίων που εκτοπίσανε στην Ιταλία, οι καταδίκες των στρατοδικείων, η δημιουργία στρατοπέδου συγκεντρώσεως στο Λαζαρέτο, στο οποίο μετάφεραν και πολλούς ακροναυπλιώτες κομουνιστές που είχαν παραδοθεί από τη βασιλομεταξική δικτατορία στους Ιταλογερμανούς, δεν έκαμψαν το φρόνημα του λαού.
Το φασιστικό μίασμα δεν μόλυνε τη ψυχή του και πολλές υπήρξαν οι αυθόρμητες εκδηλώσεις.
Αξίζει όμως ιδιαίτερη τιμή η εκδήλωση των μαθητών και μαθητριών που έγινε στο πρωτοκύριακο του Νοέμβρη 1941.
Τα νέα παιδιά έδειξαν τότε ότι «δεν τα ’σκιαζε φοβέρα κι ας τα πλάκωνε η σκλαβιά». Αλλά το αντιστασιακό πνεύμα δεν περιορίσθηκε μόνο σε αυθόρμητες εκδηλώσεις. Ένα μήνα αργότερα ιδρύθηκε στη Κέρκυρα η οργάνωση του Ε.Α.Μ.
Τη πρωτοβουλία την είχαν, όπως και στην άλλη Ελλάδα, οι κομμουνιστές αλλά στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκαν και άτομα εμπνεόμενα από πατριωτικό φρόνημα.
Το Ε.Α.Μ. της Κέρκυρας εξέδιδε παράνομα την εφημερίδα «Απελευθέρωση» και αναπτύχθηκε αρκετά καλά. Το καλοκαίρι όμως του 1942 δέχτηκε σκληρά κτυπήματα από την Ιταλική καραμπινιερία με συλλήψεις, παραπομπή των συλληφθέντων στο Στρατοδικείο και καταδίκες.
Αργότερα ξεπέρασε τη κρίση των κτυπημάτων του και κατά το Σεπτέμβρη του 1943 έκαμε ουσιαστική την εμφάνισή του στη Κέρκυρα, ιδίως στην απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και στις διαπραγματεύσεις με τους Ιταλούς για τη παράδοση της εξουσίας.
Το Δεκέμβρη δε του 1943 ιδρύθηκε στην Κέρκυρα και ο ΕΔΕΣ η δεύτερη μετά το Ε.Α.Μ. μεγάλη οργάνωση που εξέδιδε και την εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Άλλη οργάνωση υπήρξε η Εθνική Οργάνωση Κερκύρας με επικεφαλής το μητροπολίτη Μεθόδιο. Επίσης περί το τέλος της Ιταλικής Κατοχής εμφανίσθηκε και η οργάνωση «Η Ελλάς ζη» με επικεφαλής το Σπύρο Παπά, αμφιλεγόμενο πρόσωπο για πολλούς.
Υπήρξαν επίσης εγκαταστημένοι ασύρματοι και οργανωμένα δίκτυα πληροφοριών που έστελναν κρίσιμες ειδήσεις στο Κάιρο, στην Ιταλία και στα βουνά.
Βέβαια στη Κέρκυρα δεν υπήρχαν οι εδαφολογικές συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη ισχυρών και συγκροτημένων μαχητικών μονάδων, και μόνο εφεδρικές μονάδες συγκροτήθηκαν, όπως του ΕΛΑΣ, μετά το 1943 όπου οι αντιστασιακές οργανώσεις αναπτύχθηκαν σημαντικά.
Σύλληψη ή παράδοση των Ιταλών
Στη κρίσιμη όπως περίοδο που ακολούθησε τη συνθηκολόγηση, παρά τη θέληση για κοινή με τους Ιταλούς δράση εναντίον των Γερμανών, οι συγκροτηθείσες ένοπλες ομάδες προς απόκρουση των Γερμανών, ήταν προσπάθειες αυθορμητισμού, χωρίς από πριν οργανωτικό σοβαρό σχεδιασμό [Βαρατιερι όπλα].
Και δεν ήταν μεν η συνθηκολόγηση της Ιταλίας κάτι λογικά απρόβλεπτο, αλλά οι συνέπειές της δεν είχαν προβλεφθεί, δεν είχαν μελετηθεί ούτε από τους συμμάχους, ούτε από τους Ιταλούς, ούτε από τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις, οι οποίες ως γνωστόν δεν είχαν και ενιαία στάση στην αντιμετώπιση των πραγμάτων.
Πιο προνοητικοί πάντως αποδείχθηκαν οι Γερμανοί, οι οποίοι αμέσως μετά τη πτώση του Μουσολίνι αποφάσισαν και εσχεδίασαν τη σύλληψη ή τη παράδοση των Ιταλών σε όλες τις κατεχόμενες χώρες.
Το ειδικότερο όμως ζήτημα που δημιουργήθηκε στη Κέρκυρα ήταν η παράδοση εκ μέρους της Ιταλίας της εξουσίας.
Αρνήθηκαν να τη παραδώσουν στους Έλληνες με κύριο επιχείρημα ότι θα τη συνεχίσει ο Ιταλικός στρατός που θα την υπερασπισθεί έναντι των Γερμανών.
Αλλά ως προς το ζήτημα αυτό υπήρξε διχογνωμία στην ελληνική πλευρά.
Το αίτημα για παράδοση διατυπώθηκε αμέσως στις 9 Σεπτέμβρη από την Ε.Ο.Κ. στο Παρίνι που εξακολουθούσε να είναι Διοικητής των Πολιτικών Υποθέσεων, αλλά ζήτησε η Ε.Ο.Κ. ν’ αναγνωρίσει ως Κυβερνήτη της χώρας τη κατοχική Κυβέρνηση της Αθήνας. Και ενώ, όπως ο ίδιος γράφει, ο Μεθόδιος δεχόταν τη Κυβέρνηση της Αθήνας, ο Εφέτης Κομιανός αναγνώριζε ως νόμιμη Κυβέρνηση τη Κυβέρνηση του Καΐρου.
Οι διιστάμενες απόψεις της ελληνικής πλευράς για το ποια θα είναι η διάδοχη εξουσία αποκρυσταλλώθηκαν στη σύσκεψη που έγινε στη Νομαρχία στις 22/9. Η άποψη της Ε.Ο.Κ. ήταν, ότι τη νόμιμη εξουσία έπρεπε ν’ ασκήσουν οι νόμιμοι εκπρόσωποι των Ελληνικών υπηρεσιών. Η άποψη του Ε.Α.Μ., όπως τη διατυπώνει ο Β. Άνθης στο βιβλίο του «Ένα ταξίδι – μια ζωή» ήταν ότι έπρεπε να σχηματισθεί μια επιτροπή αντιπροσωπευτική των πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων.
Οι Ιταλοί εκμεταλλευόμενοι και τη διάσταση αυτή επέβαλαν μεσοβέζικες και πονηρές λύσεις και ονόμασαν στρατιωτικό και πολιτικό Διοικητή το Σπύρο Παπά επικεφαλής 15 ενόπλων. Δηλαδή στην ουσία δεν παράδωσαν τίποτε.
Το θετικό πάντως γεγονός των ταραγμένων εκείνων ημερών ήταν η απελευθέρωση των 500 πολιτικών κρατουμένων από το Λαζαρέτο και των κρατουμένων στο Αχίλλειο γυναικών.
Οι Ιταλοί στην αρχή δεν την ήθελαν. Αλλά κάτω από την πίεση των Κερκυραίων συμφώνησαν, γιατί παρά το φόβο τους είχαν ανάγκη να δώσουν κάποιες ικανοποιήσεις και να καλλιεργήσουν πνεύμα συναδέλφωσης και συμμαχίας εναντίο της Γερμανικής εισβολής, η οποία αναμενόταν από την αρχή αλλά έγινε αναπόφευκτη μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων Ιταλών και Γερμανών.
Οι Ιταλοί αφού αρνήθηκαν τη παράδοση πρότειναν στους Γερμανούς τη διατήρηση του status quo και την ουδετερότητα του νησιού.
Κέρκυρα μια άλλη «Ρώμη ανοχύρωτη Πόλη»
Τη νύχτα εκείνη η Κέρκυρα έγινε μια άλλη «Ρώμη ανοχύρωτη πόλη»· όχι όμως με σκηνοθεσία του Ροσελίνι. Και οι σκηνές στους δρόμους της, το ανθρώπινο πάθος τους και οι μορφές του είχαν τη τραγικότητα που δίνει η Άννα Μανιάνι στην πρωταγωνίστρια του έργου του Ροσελίνι.
Δυστυχώς όμως και αυτό πρέπει πάντα να τονίζεται, δεν υπήρξε καμία οργανωμένη αντίδραση για την αντιμετώπιση της φωτιάς. Και δεν μπορεί βέβαια κανείς να ζητά σχέδια και αποτελεσματικές παρεμβάσεις ανάλογες προς εκείνες που είχαν οι Άγγλοι και οι Γερμανοί, όταν βομβαρδίζονταν οι πόλεις τους. Αλλά και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η πυροσβεστική υπηρεσία, η οποία ενώ στεγαζόταν στο Δημοτικό θέατρο, το εγκατέλειψε με τη πρώτη φωτιά.
Μετά το βομβαρδισμό οι μέρες που μεσολάβησαν ως τη κατάληψη, ήταν μέρες, αμηχανίας ελληνοιταλικών προστριβών και ελληνικών αντιθέσεων. Η Κέρκυρα περίμενε τους Ούνους να τη πάρουν. Οι Ιταλοί στο μεταξύ ενίσχυσαν τις φρουρές τους.
Αλλά λόγοι γοήτρου και ο υπολογισμός συμμαχικής απόβασης έκαμαν τους Γερμανούς ανένδοτους στην απαίτησή τους.
Γνώριζαν άλλωστε το ηττοπαθές φρόνημα των Ιταλών και με προκηρύξεις τους τους κάλεσαν να παραδοθούν.
Και έτσι φτάσαμε στη βαλπουργία νύκτα αφού τη προηγούμενη μέρα εξουδετέρωσαν και συνέλαβαν τους Γερμανούς.
Οι βομβαρδισμοί άρχισαν από το απόγευμα της 13/9 και κράτησαν ως τις πρωινές ώρες της 14/9.

Από τους βομβαρδισμούς κτυπήθηκε όλη η πόλη. Πιο πολύ, η παραλία, η Εβραϊκή, οι Άγιοι Πατέρες, η περιοχή Αγίου Αθανασίου. Πυρπολήθηκαν τα Γυμνάσια, η βιβλιοθήκη, το δικαστικό μέγαρο, το κτίριο της Ιονίου Βουλής, το ξενοδοχείο «Μπέλα Βενέτσια», το σπίτι του Διονυσίου Σολωμού.
Καταστράφηκαν επίσης το ανέκδοτο αρχείο και η συλλογή κειμηλίων του Ιωάννη Καποδίστρια, το αρχείο Πετριτσόπουλου, ιστορικοί ναοί με σπάνια έργα της επτανησιακής αγιογραφίας και τέχνης.

Ο Σπύρος Λουκάτος διδάκτωρ Ιστορίας, γράφει: «Μανιασμένη η ανώτερη Γερμανική διοίκηση στα Γιάννενα για την εξουδετέρωση των Γερμανικών βάσεων στη Κέρκυρα και την αιχμαλωσία των ανδρών τους από τους Ιταλούς, εξαπέλυσαν αεροπορικές επιδρομές ασυνήθιστης σφοδρότητας και καταστροφής κατά της πόλης της Κέρκυρας και της ευρύτερης περιφερείας της».
Παραστατική αναφορά στους Γερμανικούς βομβαρδισμούς κάνει επίσης και ο στρατιωτικός υποδιοικητής του Ιταλικού στρατού, ο οποίος έζησε τα γεγονότα, ALFREDO D’ AGATA στο δημοσίευμά του «Diario della resistenta italiana a Corfu» που εδημοσίευσε στη «Rivista Militare del 1945».
[ΛΕΙΠΕΙ Η ΣΕΛΙΔΑ 22 ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ]
… απέκρουσαν την επιχειρηθείσα στις ………… απόβαση στις Μπενίτσες και κάλεσαν τους Κερκυραίους να παραλάβουν όπλα. Η πρόσκληση αυτή δεν έγινε δεκτή από την Ε.Ο.Κ.
Η απόβαση τελικά έγινε στις 23 προς 24 Σεπτέμβρη στη δυτική πλευρά του νησιού, στη παραλία των Αργυράδων. Σ’ αυτή έλαβε μέρος επίλεκτη δύναμη ενός λόχου γύρω στους 300 που ανήκαν στο 99 Σύνταγμα ορεινών καταδρομών της Μεραρχίας Εντελβάις με Διοικητή το στρατηγό Stetuer που υπαγόταν στο ΧΧΙΙ σώμα στρατού με Διοικητή το στρατηγό Lanz.
Οι Γερμανοί πέτυχαν στον αιφνιδιασμό τους γιατί είχαν τη συνεργασία του φυλακίου στον Άι-Γιώργη στο οποίο επικρατούσαν φασίστες και οι οποίοι και τηλεφωνικά παραπλάνησαν το Διοικητή της Ιταλικής Βάσης των Αργυράδων Μπελότι. Οι Ιταλοί δεν πρόβαλαν σοβαρή αντίσταση και η συμμετοχή των κατοίκων τελείως αυθόρμητη χωρίς κανένα προηγούμενο σχέδιο έδωσε το ηρωικό παράδειγμα του Λεωνίδα Καββαδία – Μάνου.
Την ίδια μέρα οι Γερμανοί κατάλαβαν όλη τη Λευκίμμη.
Παρά τις επιτυχίες των Γερμανών, οι Ιταλοί απεφάσισαν σε πολεμικό συμβούλιο που έγινε το βράδυ της 24/9 στο Σταυρό υπό τον Λουζινιάνι, τη συνέχιση του αγώνα και την οργάνωση 3 αμυντικών βάσεων στο Σταυρό – Μπενίτσες – Γαρούνα. Απέτυχε όμως και το νέο τους σχέδιο και σε σύσκεψη που έγινε στο Σκριπερό αποφάσισαν να παραδοθούν.
Έτσι στις 26/9 όλη η Κέρκυρα βρίσκεται υπό Γερμανική κατοχή, και ο Στρατηγός Lauts την ίδια μέρα ανάγγειλε στο Στρατηγείο του Χίτλερ τη κατάληψη. Και ο Λουζινιάνι μαζί με άλλους 17 αξιωματικούς εκτελέσθηκαν και σε βάρος των Ιταλών έγιναν μεγάλες κακουργίες. Δεν έγιναν όμως ομαδικές εκτελέσεις Ιταλών στην έκταση που έγιναν στη Κεφαλονιά. Οι Ιταλοί αιχμάλωτοι συγκεντρώθηκαν στο αεροδρόμιο και εκεί δέχτηκαν από παρανόηση σφοδρό βομβαρδισμό της Αγγλικής αεροπορίας με πολλά θύματα. Πολλά επίσης θύματα είχαν οι Ιταλοί από βομβαρδισμούς Αγγλικούς, που έγιναν σε πλοίο γεμάτο από αιχμαλώτους.
Οι αιχμάλωτοι Ιταλοί προωθήθηκαν από τους Γερμανούς στα Γιάννενα και Φλώρινα. Η κατάληξή τους ήταν τα στρατόπεδα της Πολωνίας.
Όσοι Ιταλοί γλίτωσαν την αιχμαλωσία και δεν μπόρεσαν όμως να φύγουν για την Ιταλία, αντιμετώπισαν φοβερές συνθήκες επιβίωσης, κυνηγημένοι από τους Γερμανούς, νηστικοί και περιπλανώμενοι στη κερκυραϊκή ιδίως ύπαιθρο.
Σ’ αυτούς τους ανθρώπους στους πρώην κατακτητές ο λαός της Κέρκυρας έδειξε, παρά την απειλή του τουφεκισμού, την αλληλεγγύη της ανθρωπιάς του. Τους έδωσε από το λίγο ψωμί του, τους περιέθαλψε, τους έντυσε πολιτικά από τα κουρέλια των ενδυμάτων του, τους έδωσε τη θαλπωρή της ελπίδας, για την απελευθέρωση και την επιστροφή στην πατρίδα τους. Και υπάρχουν περιπτώσεις που τους προμήθευσε φάρμακα, ιδίως κινίνο, για την αντιμετώπιση της αρρώστιας και ιατρική συμπαράσταση. Μετά την απελευθέρωση, τα γράμματα που έστειλαν, και οι επισκέψεις τους που έκαμαν στους σωτήρες τους είναι μαρτυρίες αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης.
Μέγα επίσης ήταν το πρόβλημα της απόκρυψης και της απομάκρυνσης από τη Κέρκυρα των πολιτικών κρατουμένων του Λαζαρέτου που είχαν απελευθερωθεί μετά την ιταλική συνθηκολόγηση και το οποίο αντιμετώπισε πολύ καλά το Ε.Α.Μ. Κέρκυρας. Αρκετοί δε απ’ αυτούς έμειναν για καιρό στη Κέρκυρα, όπως ο Απ. Γκρόζος -ο παππούς- και βοήθησαν στην ανάπτυξη του Ε.Α.Μ.
Τα γεγονότα της Κέρκυρας όπως επίσης και της Κεφαλονιάς στην οποία η Γερμανικοιταλική σύρραξη έληξε στις 22 Σεπτέμβρη – η πλήρης και εύκολη επικράτηση των Γερμανών και η εξολόθρευση χιλιάδων Ιταλών, γεννούν σοβαρά ερωτήματα για τη στάση των συμμάχων, οι οποίοι στη Σικελία και τη Νότιο Ιταλία -τόσο κοντά στα πολεμικά θέατρα του Ιονίου- διέθεταν ισχυρότατες δυνάμεις.
Γιατί δεν βοήθησαν; Δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν; Και γιατί αντίθετα, τον ίδιο καιρό έκαμαν αποβατικές ενέργειες στο ΝΑ Αιγαίο, κατέλαβαν τη Λέρο, τη Κω και επεχείρησαν και κατάληψη της Ρόδου;
Τη βοήθεια των συμμάχων την είχαν ζητήσει και οι Ιταλοί και με υπόμνημά του ο Μεθόδιος. Επίσης τη περίμενε με αφέλεια όπως απεδείχθη και πολύς κόσμος. Αλλά βοήθεια δεν έφτασε ποτέ. Για τον απλούστατο λόγο, ότι ποτέ δεν ξεκίνησε, γιατί οι σύμμαχοι δεν έδειξαν έγκαιρη αποφασιστικότητα.
Στις 19 ήλθε στη Κέρκυρα έπεσε με αλεξίπτωτο Αγγλική αποστολή και ύστερα από συνεννοήσεις με την Ιταλική στρατιωτική Διοίκηση ότι στις 24 Σεπτέμβρη θα φθάσουν ενισχύσεις και θα έλθει και Άγγλος Στρατηγός. Αλλά στις 24 έγινε η απόβαση και μολονότι σε δύο μέρες η κατάληψη είχε ολοκληρωθεί, στις 29 Σεπτέμβρη οι Άγγλοι εδήλωσαν στην Ιταλική Ναυτική Διοίκηση του Τάραντα ότι σχεδιάζουν να επέμβουν στη Κέρκυρα και να βομβαρδίσουν τις Ηπειρωτικές ακτές. Ούτε αυτό όμως έγινε. Φαίνεται, ότι ως προς το θέμα της συμμαχικής βοήθειας υπήρξε διχογνωμία στην Αγγλική Διοίκηση.
Αξιοσημείωτες και πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι αναφορές που κάνει ο Τσώρτσιλ στο Δο τόμο της Ιστορίας του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Γράφει: «Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας άφησε εντελώς ακάλυπτες τις στρατιές της Ιταλίας στα Βαλκάνια και πολλές μονάδες παγιδεύτηκαν. Η Ιταλική φρουρά της Κέρκυρας δυνάμεως 7.000 και πλέον ανδρών εξεμηδενίσθη σχεδόν εξ ολοκλήρου. Η ιταλική φρουρά στη Κεφαλονιά προέβαλε αντίσταση ως τις 22/9 πολλοί από τους επιζήσαντες εξετελέσθησαν και οι υπόλοιποι μετεφέρθησαν αλλού».
Επίσης σε αυστηρό και αυτοκριτικό υπόμνημά του προς τους αρχηγούς των Βρετανικών Επιτελείων το Νοέμβρη 1943 γράφει:
«Εστάθη αδύνατο να εμποδίσωμεν τον εχθρό να εγκατασταθεί στη Κέρκυρα και το Αργοστόλι και ήδη κατέχει σταθερά τα νησιά αυτά. Έχει επομένως υπερπηδήσει τις δυσκολίες που του εδημιούργησαν η κατάρρευσις και η εγκατάλειψις του αγώνος από τους Ιταλούς και αντιδρά με εξαιρετικό σθένος».
Στο ίδιο υπόμνημά του αναφέρει ως αιτίες για τη μη βοήθεια, το γεγονός ότι το Ιόνιο και όλα τα Βαλκάνια ως τις Δαλματικές ακτές υπαγόταν στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής υπό τον Ουίλσων ο οποίος όμως δεν διέθετε επαρκείς δυνάμεις.
Ισχυρές δυνάμεις διέθεσαν οι Σύμμαχοι στην Ιταλία υπό την αρχηγία του Αϊζενχάουερ. Αλλά η περιοχή του Ιονίου δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει επέμβαση; Γραφειοκρατία και εδώ; Πάντως η επιχείρηση στο ΝΑ Αιγαίο έγινε, γιατί η Ρόδος ήταν κλειδί για την Ανατολική Μεσόγειο. Είχε αεροδρόμια και εάν τα καταλάμβαναν θ’ αποκτούσαν στρατηγικό αεροπορικό επιχείρημα.
Επίσης ήθελαν να κάμουν επίδειξη ισχύος στη Τουρκία με πολεμικές επιτυχίες στα σύνορά της, υπολογίζοντας ότι θα την εξαναγκάσουν να βγει στο πόλεμο παρά το πλευρό τους. Βέβαια η Τουρκία παρέμεινε μέχρι τέλους ο «επιτήδειος ουδέτερος», μολονότι ο Τσώρτσιλ της έταξε και τα Δωδεκάνησα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες και με μόνη βοήθεια την άφιξη στη Κέρκυρα δύο μόνο Ιταλικών τορπιλακάτων και όχι των αξιόμαχων ενισχύσεων της Αλβανίας, η Γερμανική επικράτηση ήταν αναπόφευκτη.
Δεν ήταν όμως για την απόβασή της και την επιτυχή έκβαση αναγκαίος ο βομβαρδισμός.
Γιατί εάν ο πόλεμος είναι η κόλαση του «εξώτερου πυρός», πρέπει τουλάχιστο να τηρείται το δίκαιον του πολέμου για ν’ αποφεύγονται οι κακουργίες των εμπόλεμων σε βάρος των αιχμαλώτων, του άμαχου πληθυσμού και των μνημείων του πολιτισμού.
Ο βομβαρδισμός εκείνος που ερείπωσε τόσα μνημεία της Ιστορικής πορείας αυτής της πόλης, πέρασε και θα μείνει στην Ιστορία ως ένα μνημείο του κακού του ζοφερού πάθους, που γεννά το έγκλημα.
Κυρίες και Κύριοι.
Πέρασε μισός αιώνας από τη μέρα του μεγάλου αυτού εγκλήματος.
Και σήμερα το ζούμε με τη μνήμη της οδύνης. Να το ξεχάσουμε; Συγχωρέστε μου τη παράφραση του Μαβίλη:
«Δεν πρέπει και δεν βόλει».
Γι’ αυτό το μνημείο που θα στήσει ο Δήμος θα είναι το σύμβολο τιμής.